- φρανίζω
- Α(κατά τον Ησύχ.) «φρενόω, σωφρονίζω».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα φρᾰ-ν- τής λ. φρήν* «νους, σκέψη, καρδιά» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρανίζειν — φρανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)